σύβοτον

σύβοτον
τὸ, Α
1. συν. στον πληθ. τά σύβοτα
τόπος όπου βόσκουν χοίροι
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τά Σύβοτα
ονομασία μικρών νησιών κοντά στην Κέρκυρα, καθώς και μέρος τής απέναντι ακτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -βότος (< βόσκω), πρβλ. μηλό-βοτος, ἱππό-βοτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”